πραίτορας

πραίτορας
ο
(λ. λατ.), τίτλος Ρωμαίων αιρετών αρχόντων, πολιτικών και στρατιωτικών, αμέσως μετά τους υπάτους: Γιατί οι δυο μας ύπατοι και πραίτορες βγήκαν σήμερα με τις κόκκινες, τις κεντημένες τόγιες; (Καβάφης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

  • επαρχιά — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

  • καίσαρ — I Επώνυμο Ρωμαίων του Ιουλίου γένους. 1. Ιούλιος Κ. Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος. 2. Σέξτος Ιούλιος (3ος αι. π.Χ.). Υπήρξε πραίτορας το 268 π.Χ. και διοικητής της Σικελίας το 267. 3. Λεύκιος Ιούλιος (1ος αι. π.Χ.). Έγινε ύπατος το 90 π.Χ. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Βάρρων — (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Οι κυριότεροι είναι: 1. Γάιος Τερέντιος Β. (Gaius Terentius Varro, τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και διετέλεσε και ο ίδιος κρεοπώλης. Δημαγωγός καθώς ήταν,… …   Dictionary of Greek

  • Κανίνιος — (Caninius). Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων. 1. Γναίος Ρέβιλος (2ος αι. π.Χ.). Χρημάτισε πραίτορας το 171 π.Χ. και διοικητής της Σικελίας. 2. Μάρκος Ρέβιλος (2ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του Γναίου Ρέβιλου (βλ. 1.). Το 170 π.Χ. στάλθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Κίννας — (Cinna). Επώνυμο οικογένειας Ρωμαίων πατρικίων. 1. Γάιος Έλβιος (Gaius Helvius, 1ος αι. π.Χ.). Ποιητής. Ήταν σύγχρονος και φίλος του Κάτουλλου και του Βιργιλίου. Έγραψε ένα μυθολογικό έπος με τον τίτλο Σμύρνα, το οποίο αναφερόταν στον αφύσικο… …   Dictionary of Greek

  • Σούρας — (Sura). Επώνυμο διαφόρων Ρωμαίων. 1. Βρέττιος (Bruttius S.). Πρεσβευτής στη Μακεδονία (88 87 π.Χ.). Πολιόρκησε τη Σκιάθο και πολέμησε στη Χαιρώνεια τους Αχαιούς και τους Λάκωνες. 2. Μαμίλιος (Mamllius S.). Συγγραφέας και ποιητής, που αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • εξαπέλεκυς — ἑξαπέλεκυς, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια 2. (ειδ.) αυτός που η εξουσία του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («ἑξαπέλεκυς ἡγεμών, στρατηγός, πραίτωρ», Πολ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ἑξαπέλεκυς πραίτορας, στρατηγός 4. φρ. «ἑξαπέλεκυς… …   Dictionary of Greek

  • πραίτωρ — Όνομα που στην κλασική ρωμαϊκή εποχή δήλωνε τον άρχοντα στον οποίο είχε ανατεθεί η διεύθυνση της Δικαιοσύνης. Στην περίοδο της Δημοκρατίας οι π., πάντοτε δύο, ήταν η ανώτατη κρατική αρχή με στρατιωτικές και δικαστικές εξουσίες. Αργότερα, το 367 π …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”